βγαίνω

βγαίνω
I (αόρ. (ε)βγήκα, μελλ. θα βγω и θαβγω) αμετ.
1) выходить, отправляться; выбираться (разг );

βγαίνω στο δρόμο — а) выбираться на дорогу; — б) выходить на улицу;

βγαίνω στο πέλαγος — выходить в (открытое) море/ βγαίν. από το λιμάνι — выходить из порта;

έβγα να πάρεις αέρα войди на свежий воздух;
2) выбывать, выходить;

βγαίνω απ' το παιγνίδι — выбывать из игры;

βγαίνω εκτός μάχης — выбыть из строя (о военных);

3) отрываться; отскакивать, отлетать (разг );
μου βγήκε το τακούνι у меня отлетел каблук; 4) прям. , перен. отклоняться, отходить;

βγαίνω από το θέμα — отклоняться от темы;

βγαίνω από το δρόμο — сбиваться с дороги;

5) вытекать (о глазе);
6) отходить, исчезать (о пятнах);

ο λεκές δεν βγαίνει — пятно не отходит;

7) показываться, появляться; пробиваться (об усах); вылупливаться (о птенцах);
δεν βγήκε ακόμα το φεγγάρι луна ещё не вышла; μου βγήκε μπροστά (или στη μέση) а) он вырос передо мной; б) он встал мне поперёк дороги; έβγα στο παραθύρι выгляни в окно; βγήκαν τα πεπόνια созрели дыни; 8) всходить, вставать (о солнце и т. п.); 9) выходить в свет, публиковаться, выпускаться; 10) пройти, распространиться (о слухе и т. п.); δεν βγήκε (ένας) λόγος γιά τέτοιο πράγμα ничего не слышно, не известно об этом; 11) выходить, выскакивать, вылетать (из головы и т. п.); μου βγήκε απ' το νου у меня выскочило из головы;

δεν βγαίνει από το κεφάλι μου ( — или από το νού μου) — у меня не выходит из головы;

12) проходить, быть избранным;
να ιδούμε ποιός θα βγει δήμαρχος посмотрим, кто стонет мэром; 13) выходить, получаться; оказываться; βγήκε καλό το παιδί του у него вырос хороший сын; θα βγει καλός μηχανικός из него выйдет хороший инженер; βγήκε καλό το πεπόνι дыня оказалась хорошей; δεν βγήκε τίποτε απ' или μ' αυτό из 5того ничего не вышло;

απ' αυτό βγαίνει πώς... — отсюда вытекает, что...;

14) сходиться (о счёте);

δεν βγαίνει ο λογαριασμός — счёт не сходится;

15) быть достаточным, хватать;

βγαίνει το ΰφασμα γιά δυό φορεσιές — материала хватит на два платья;

16) линять, выцветать;

αυτό το χρΦμα βγαίνει — эта краска линяет;

17) проходить, протекать (о времени);

μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει — проходит месяц, проходит дру-

гой...;
18) оканчивать (учебное заведение); από τί σχολειό βγήκες; ты какую школу окончил?; 19) вести (о дороге);

πού βγαίνει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;

20) превосходить, брать верх, одолевать;

δέντού βγαίνει κανείς στο τρέξιμο — он бегает лучше всех;

21) отпечатываться;
δεν βγήκε καλή η φωτογραφία фотография получилась плохая; 22) бить ключом, выходить на поверхность (об источниках и т. п.); 23) раздавиться, слышаться (о звуке); 24) производиться, делаться; выращиваться;

τό καλύτερο λάδι βγαίνει στην Κέρκυρα — самое лучшее оливковое масло производят на острове Корфу;

25) давать всходы; появляться (о растениях);
26) осуществляться, сбываться; βγήκε το όνειρό μου сон сбылся; 27) входить в моду; 28) испражняться;

§ βγαίνω λάδι — выходить сухим из воды;

βγαίνω από τη δυσκολία — выходить из затруднения;

βγαίνω στο κλαρί — уходить в партизаны;

βγαίνω στα πανιά — отплывать;

βγαίνω στ' ανοιχτά — выходить в открытое море;

βγαίνω απ' τα όρια — выходить из границ;

βγαίνω από τα συλλοϊκά μου — сходить с ума;

αυτό μού βγήκε ξινό (или απ' τη μύτη) это мне боком вышло, это мне дорого обошлось;
του βγήκε το μάτι а) он лишился глаза; б) у него глаза чуть не лопнули от зависти; μου βγήκε σε καλό (σε κακό) это пошло мне на пользу (во вред);

βγαίνει σε καλό (σε κακό) — иметь хороший (плохой) исход;

ό, τι βγεί ας βγει будь что будет;
θα βγεις με κόκκινα τσαρούχια обдерут как липку; κάλλιο να σού βγεί το μάτι παρά τ' όνομα посл, береги честь пуще глаза (своего);

βγαίνει ότι... — итак..., выходит, что...;

καί τι βγαίνει; — что ж из этого?

βγαίνω2
II см. βγάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "βγαίνω" в других словарях:

  • βγαίνω — βγαίνω, βγήκα, βγαλμένος βλ. πίν. 109 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… …   Dictionary of Greek

  • βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έβγω — βγαίνω …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβάλλω — βγαίνω σιγά σιγά, κάνω την εμφάνιση μου, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ προβάλλω «εκδιώκω, αποβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • εκφοιτώ — ἐκφοιτῶ ( άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α) 1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω 2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι 3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ 4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι 5. καταντώ, καταλήγω …   Dictionary of Greek

  • εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • παρεκβαίνω — ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α [εκβαίνω] 1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι 2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ 3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα τής ομιλίας ή τού συγγράμματος,… …   Dictionary of Greek

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»